συγκρούω

συγκρούω
ΝΜΑ [κρούω]
1. χτυπώ κάτι πάνω σε κάτι άλλο, κάνω δύο πράγματα να κρούονται μεταξύ τους
2. (το μέσ.) συγκρούομαι
α) προσκρούω σε κάτι ή σε κάποιον που έρχεται από διαφορετική κατεύθυνση («το λεωφορείο συγκρούστηκε με αμαξοστοιχία»)
β) έρχομαι σε ένοπλη σύρραξη με κάποιον
γ) συμπλέκομαι με κάποιον
δ) βρίσκομαι σε αντίθεση («συγκρούονται τα συμφέροντά τους»)
μσν.-αρχ.
οδηγώ, φέρνω σε σύγκρουση
αρχ.
1. προκαλώ σύγχυση, συνταράσσω
2. συνθέτω
3. προσπαθώ να συμβιβάσω ασυμφωνίες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • συγκρούω — strike together pres subj act 1st sg συγκρούω strike together pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκρούω — συγκρούομαι, συγκρούστηκα 1. έρχομαι σε σύγκρουση, συμπλέκομαι: Τα στρατεύματά μας συγκρούστηκαν με τα εχθρικά. 2. έρχομαι σε αντίθεση: Συγκρούονται τα συμφέροντά μας. 3. τρακάρω: Το αυτοκίνητό του συγκρούστηκε μ ένα φορτηγό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξυγκρούῃ — συγκρούω strike together pres subj mp 2nd sg συγκρούω strike together pres ind mp 2nd sg συγκρούω strike together pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυγκρουομένων — συγκρούω strike together pres part mp fem gen pl συγκρούω strike together pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκρουομένων — συγκρούω strike together pres part mp fem gen pl συγκρούω strike together pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκρουσθέντα — συγκρούω strike together aor part pass neut nom/voc/acc pl συγκρούω strike together aor part pass masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκρουόμεθα — συγκρούω strike together pres ind mp 1st pl συγκρούω strike together imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκρουόμενον — συγκρούω strike together pres part mp masc acc sg συγκρούω strike together pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκρουόντων — συγκρούω strike together pres part act masc/neut gen pl συγκρούω strike together pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκροῦον — συγκρούω strike together pres part act masc voc sg συγκρούω strike together pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”