- συγκρούω
- ΝΜΑ [κρούω]1. χτυπώ κάτι πάνω σε κάτι άλλο, κάνω δύο πράγματα να κρούονται μεταξύ τους2. (το μέσ.) συγκρούομαια) προσκρούω σε κάτι ή σε κάποιον που έρχεται από διαφορετική κατεύθυνση («το λεωφορείο συγκρούστηκε με αμαξοστοιχία»)β) έρχομαι σε ένοπλη σύρραξη με κάποιονγ) συμπλέκομαι με κάποιονδ) βρίσκομαι σε αντίθεση («συγκρούονται τα συμφέροντά τους»)μσν.-αρχ.οδηγώ, φέρνω σε σύγκρουσηαρχ.1. προκαλώ σύγχυση, συνταράσσω2. συνθέτω3. προσπαθώ να συμβιβάσω ασυμφωνίες.
Dictionary of Greek. 2013.